- σφαιροβόλος, ο
- η αθλητής που ρίχνει σφαίρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφαιροβόλος — ο, η, Ν 1. αθλητής που μετέχει στο αγώνισμα τής σφαιροβολίας 2. (το αρσ.) (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη νιδουλαριώδη τής κλάσης γαστερομύκητες και περιλαμβάνει κοσμοπολίτικα σαπροφυτικά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από τη σε … Dictionary of Greek
βαλβίδα — η 1. η αφετηρία διάφορων αγωνισμάτων: Οι αθλητές της σκυταλοδρομίας βρίσκονται στη βαλβίδα. 2. ο περιορισμένος χώρος απ όπου ρίχνει τη σφαίρα ο σφαιροβόλος και το δίσκο ο δισκοβόλος: Η βολή ήταν άκυρη, γιατί ο σφαιροβόλος βγήκε έξω από τη βαλβίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαιροβολία — η, Ν 1. η ρίψη σφαίρας 2. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο οι αθλητές ρίχνουν σε μήκος μεταλλική σφαίρα καθορισμένου βάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Πρόγραμμα τών Ολυμπιακών Αγώνων] … Dictionary of Greek